συνοικοῦν

συνοικοῦν
συνοικέω
dwell
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
συνοικέω
dwell
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
συνοικέω
dwell
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
συνοικέω
dwell
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԴԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0765 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. ԸՆԴԱԿԻՑ συνοικοῦν contubernalis որ եւ ԸՆՏԱԿԻՑ. Տնակից, բնակակից, ընտանի, ընտել. ... *Ագահութիւն ... եւ այլ ամենայն հոյլքն՝ ընդակից մարդկան՝ ախտիցն. Նիւս. կուս.: *Իբր զմի սիրելի ʼի միում… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φυτοκοινωνία — η (βοτ.), το σύνολο των φυτικών ειδών που φυτρώνουν μόνα τους σ΄ έναν τόπο (δάσος, λιβάδι, βλάστηση με θάμνους) και που είναι σαν να συνοικούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”